- οδικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις οδούς, στους δρόμους (α. «οδική κυκλοφορία» — η διακίνηση ανθρώπων και οχημάτων που γίνεται στις διάφορες οδούς κυκλοφορίαςβ. «κώδικας οδικής κυκλοφορίας» — νομοθετική ρύθμιση τής κυκλοφορίας πεζών και οχημάτων στο σύνολο τού οδικού δικτύου τής χώρας)2. φρ. α) «οδικές αποστάσεις» — οι χερσαίες αποστάσεις ενός τόπου από έναν άλλο που υπολογίζονται σε χιλιόμετρα σύμφωνα με το υπάρχον οδικό δίκτυο και, ειδικότερα, με βάση τη συντομότερη εθνική οδόβ) «οδικές συγκοινωνίες» — οι χερσαίες συγκοινωνίες που διεξάγονται με αυτοκίνητα και σιδηροδρόμουςγ) «οδικό δίκτυο» — το σύνολο τών οδών μιας πόλης, μιας περιοχής ή μιας χώρας (α. «τοπικό οδικό δίκτυο» β. «επαρχιακό οδικό δίκτυο» γ. «εθνικό οδικό δίκτυο» δ. «οδικός επιλογέας»(επικοιν.) ειδική συσκευή που χρησιμοποιείται στα αυτόματα τηλεφωνικά κέντρα και λειτουργεί με την επενέργεια ηλεκτρικών παλμών ενώ επιλέγει με εξερεύνηση την αντίστοιχη ομάδα γραμμών δημιουργώντας, ταυτόχρονα, επαφή με το κύκλωμα που είναι ελεύθερο.επίρρ...οδικώςδιά ξηράς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].
Dictionary of Greek. 2013.